Τισσαφέρνη

Τισσαφέρνη
Τισσαφέρνης
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Τισσαφέρνης
masc acc sg (attic epic doric)
Τισσαφέρνης
masc voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τισσαφέρνῃ — Τισσαφέρνης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τισσαφέρνηι — Τισσαφέρνῃ , Τισσαφέρνης masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δερκυλίδας — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης στρατηγός και ναύαρχος. Το όνομά του αναφέρεται για πρώτη φορά στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, όταν, με εκστρατεία του στη Μικρά Ασία, βοήθησε τις πόλεις Άβυδο και Λάμψακο να αποστατήσουν από… …   Dictionary of Greek

  • Χαλκιδεύς — Σπαρτιάτης ναύαρχος, μαζί με τον οποίο ο Αλκιβιάδης, μετά την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία (412 π.Χ.), ξεσήκωσε τους Ίωνες συμμάχους των Αθηναίων, να επαναστατήσουν. Αρχικά κατόρθωσε να ξεσηκώσει τη Χίο, τις Ερυθρές και τις Κλαζομενές, έπειτα δε …   Dictionary of Greek

  • δημάρατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος ευγενής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον οίκο των Βακχιαδών. Καταδιώχθηκε από τον Κύψελο και έφυγε από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., παίρνοντας μαζί του πολλούς καλλιτέχνες. Εγκαταστάθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • επαμφοτερίζω — (Α ἐπαμφοτερίζω) [επαμφότερος] 1. κλίνω άλλοτε προς τον ένα κι άλλοτε προς τον άλλο, είμαι διπλοπρόσωπος («ἔμελλε τὸν Τισσαφέρνη ἀποφαίνειν... ἐπαμφοτερίζοντα», Θουκ.) 2. είμαι αμφίβολος, εκλαμβάνομαι με δύο τρόπους, δέχομαι διπλή ερμηνεία αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • λιχάς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κήρυκας του Ηρακλή, είναι γνωστός από το έργο του Σοφοκλή Τραχινίαι. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ηρακλής, μετά την επιτυχία της εκστρατείας της Οιχαλίας, είχε φέρει σπίτι του αιχμάλωτη την πριγκίπισσα της Οιχαλίας,… …   Dictionary of Greek

  • Αριαίος — (τέλη 5ου αρχές 4ου αι. π.Χ.).Πέρσης σατράπης των Σάρδεων, φίλος του Κύρου του Νεότερου, που μετά τον θάνατο του τελευταίου (401 π.Χ.) συνεννοήθηκε με τους Έλληνες για να τους βρει τρόπο διαφυγής, αλλά έπειτα τάχθηκε με το μέρος του Αρταξέρξη και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”